Κυριακή 22 Απριλίου 2012

ΟΙ ΑΠΑΤΗΛΕΣ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ...

Σωθήκαμε! Αν πιστέψει κανείς την ομοβροντία αναλύσεων των αστικών Μέσων μαζικής ενημέρωσης η υπόσχεση για μια φιλολαϊκή στροφή της ΕΕ απέκτησε νέο ονοματεπώνυμο και μάλιστα διπλό! Πρόκειται για τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών στη Γαλλία, Φρανσουά Ολάντ, και τον υποψήφιο του «Μετώπου της Αριστεράς», Ζαν Λικ Μελανσόν, στις προεδρικές εκλογές στη χώρα. 

του ΜΑΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 

Από τον Μίμη Ανδρουλάκη του ΠΑΣΟΚ μέχρι τον Πέτρο Παπακωνσταντίνου του ΝΑΡ σε διάφορες παραλλαγές και φυσικά με πρωταγωνιστές τον Βενιζέλο και τον Τσίπρα προπαγανδίζεται η ιστορική ευκαιρία για επαναχάραξη του «ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη» μετά την πιθανή εκλογική ήττα του προέδρου Σαρκοζί στη Γαλλία. Τονίζεται η δυνατότητα φιλολαϊκής επαναδιαπραγμάτευσης της Ελλάδας, αρκεί βέβαια ο λαός να εκλέξει τους κατάλληλους «αριστερούς» διαπραγματευτές.
Ο στόχος εγκλωβισμού για μια άλλη φορά της λαϊκής αγανάκτησης και διαμαρτυρίας στη μάταιη αναζήτηση φιλολαϊκής διαχείρισης στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας της ΕΕ, χωρίς γραμμή ρήξης με την εξουσία των μονοπωλίων στην Ελλάδα είναι προφανής. Για να γίνει αντιληπτός ο χαρακτήρας και το μέγεθος της προσπάθειας πολιτικής εξαπάτησης του λαού πρέπει να φωτίσουμε τα συμφέροντα του πραγματικού αντιπάλου του, της αστικής τάξης...


Η γαλλική άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί υπηρέτες της
Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές διεξάγονται σε μια συγκυρία που η άρχουσα τάξη της Γαλλίας πρέπει να διαχειριστεί δύο βασικές προκλήσεις:
α) Την ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης και τη μεταβολή του συσχετισμού δύναμης υπέρ της Γερμανίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης και σε βάρος της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας.
Η αύξηση της ανισομετρίας εκφράζεται μεταξύ Γερμανίας - Γαλλίας και γενικότερα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ με την αύξηση της διαφοράς στο επίπεδο της παραγωγικότητας, της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, του όγκου των εξαγωγών τους, των εκροών για άμεσες επενδύσεις και φυσικά αντανακλάται στο διαφορετικό ύψος του δημόσιου χρέους, στη διαφορετική δημοσιονομική τους κατάσταση.
β) Την εκδήλωση νέας κρίσης στην Ευρωζώνη, μετά από σύντομη αναιμική ανάκαμψη και την ολοφάνερη δυσκολία της αστικής πολιτικής να διαχειριστεί το μεγάλο μέγεθος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που πρέπει να απαξιωθεί για να υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη. Πάνω σ' αυτό το έδαφος οξύνεται η διαπάλη διάφορων τμημάτων του κεφαλαίου για τον επιμερισμό των βαρών της κρίσης, την κατανομή των ζημιών, το ύψος και την κατανομή των κρατικών ενισχύσεων, τη θωράκιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ομως όλες οι εκδοχές της αστικής διαχείρισης έχουν αντιλαϊκό χαρακτήρα και δεν μπορούν να εξαλείψουν τις νομοτέλειες και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική μείωσης των κρατικών δαπανών οξύνει άμεσα τις συνέπειες της κρίσης. Η επεκτατική πολιτική, τα μεγάλα κρατικά πακέτα ενίσχυσης των μονοπωλιακών ομίλων, εμποδίζει την απαξίωση κεφαλαίου και οδηγεί σε νέα αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος και σε διόγκωση του δημόσιου χρέους.

Η αστική τάξη στη Γαλλία και στα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ αναζητά λοιπόν το κατάλληλο μείγμα διαχείρισης που να μπορεί να ενσωματώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την έκρηξη της φτώχειας, της ανεργίας, της ανασφάλειας.
Καθώς οι πρωθυπουργοί της Πορτογαλίας Κοέλιο, της Ισπανίας Ραχόι και της Ιταλίας Μόντι ομολογούν την αδυναμία επίτευξης των διαχειριστικών στόχων που είχαν θέσει στους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, εντείνονται οι διεργασίες στην ΕΕ και στο ΔΝΤ για να δρομολογηθούν αναγκαίες προσαρμογές της αστικής πολιτικής.

Στο επίκεντρο βρίσκονται οι σημερινοί ευνοϊκοί όροι δανεισμού της Γερμανίας συγκριτικά με τη Γαλλία, την Ιταλία και γενικότερα τα υπερχρεωμένα κράτη και η θωράκιση των ευρωπαϊκών τραπεζικών ομίλων.
Παράλληλα οι αστικές τάξεις των Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας επιδιώκουν την προστασία της εγχώριας βιομηχανίας τους από το γερμανικό ανταγωνισμό.
Οι βασικοί άξονες του προγράμματος Ολάντ υπηρετούν αυτούς τους στόχους, αφού προβλέπουν:
-- Νέες κρατικές επιχορηγήσεις και φοροαπαλλαγές για τους γαλλικούς ομίλους που επενδύουν στο εσωτερικό της χώρας και δρομολογούν επιθετικές εξαγωγές.
-- Προσαρμογή στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με ευνοϊκότερους όρους δανεισμού των κρατών μελών για να στηριχθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη.
-- Δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα και διαχωρισμού του πλαισίου λειτουργίας των επενδυτικών τραπεζών.
Επιστέγασμα αυτών των αξόνων αποτελεί η ρητορική για «επαναδιαπραγμάτευση» της συμφωνίας Μέρκελ - Σαρκοζί για το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας, ώστε να περιλαμβάνει σαφή αναπτυξιακά μέτρα.

Στη πραγματικότητα ο Ολάντ και συνολικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει υπογράψει και προωθεί τη «Στρατηγική ΕΕ - 2020» και όλες τις κοινοτικές οδηγίες θωράκισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων μέσα απ' τη διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης, ελαστικών εργασιακών σχέσεων προσωρινής απασχόλησης και νέων πεδίων ικανοποιητικής κερδοφορίας για το κεφάλαιο.

Δεσμεύεται για τήρηση των δημοσιονομικών στόχων κάτω από το 3% το 2013 και μηδενισμού του ως το 2017 χωρίς αύξηση της φορολογίας των κερδών του κεφαλαίου. Οι προτάσεις του αποτελούν εξειδίκευση των αναπτυξιακών μέτρων που συζητήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ το Μάρτη του 2011 και εστίασαν στην αύξηση της ψαλίδας μεταξύ της μεγέθυνσης της παραγωγικότητας και του πραγματικού μισθού και στην περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Γι' αυτό εξάλλου έχει την υποστήριξη του τέως συντηρητικού προέδρου της Γαλλίας Ζακ Σιράκ, ενώ και ο ίδιος ο Σαρκοζί πραγματοποιεί επίσης προεκλογική στροφή σχετικά με το ρόλο της ΕΚΤ.

Είναι φανερό ότι η επιδιωκόμενη μεταβολή δεν αφορά την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών αλλά το συσχετισμό κρατών και τμημάτων του κεφαλαίου στο συγκεκριμένο ευρωενωσιακό όργανο. Φυσικά όλα τα προαναφερόμενα συσκοτίζονται με ορισμένα μέτρα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, όπως η στήριξη της κατώτερης σύνταξης καθώς και η φορολόγηση με 75% του εισοδήματος άνω του 1 εκατ. ευρώ των φυσικών προσώπων, που δεν αφορά τα κέρδη των μεγαλομετόχων των εταιρειών των επαναεπενδύονται.

Ο αριστερός ψάλτης του Ολάντ και οι φίλοι του στην Ελλάδα
Απ' τον πολύχρωμο θίασο του αστικού πολιτικού συστήματος δεν λείπει και στη Γαλλία ο πόλος που προβάλει την αυταπάτη ριζοσπαστικής φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η περίπτωση του υποψήφιου προέδρου Ζακ-Λικ Μελανσόν αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα οπορτουνιστή πολιτικού, τροτσκιστικής προέλευσης. Υπηρέτησε ως υπουργός στην κυβέρνηση του σοσιαλιστή Ζοσπέν, η οποία υπήρξε πρωταθλήτρια στις αναδιαρθρώσεις και ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικών τομέων της οικονομίας, καθώς και στη στήριξη της αιματοβαμμένης ιμπεριαλιστικής επέμβασης του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Μ' αυτές τις περγαμηνές πρωταγωνίστησε στη συνέχεια στη συγκρότηση ενός οπορτουνιστικού Μετώπου με τη συμμετοχή του ΚΚ Γαλλίας, το οποίο διακηρύσσει ότι είναι εφικτός ο φιλολαϊκός μετασχηματισμός της διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ. Ο Μελανσόν αποκαλεί τους Σαρκοζί και Ολάντ «Ντάλτον της Λιτότητας», όμως στο β' γύρο των εκλογών ζητά να ηττηθεί ο Σαρκοζί...

Οπως κάθε σύγχρονος οπορτουνιστής που σέβεται τον εαυτό του, βάλλει κατά του χρηματοπιστωτικού τομέα που πνίγει «την πραγματική οικονομία» και καλεί σε αγώνα για αποχρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Διανθίζει το πρόγραμμά του με οικονομικούς στόχους ανακούφισης για αύξηση μιας κατωτάτης σύνταξης, του κατώτατου μισθού, μονιμοποίηση συμβασιούχων του Δημοσίου.

Η ρητορική του Μελανσόν επιχειρεί να συσκοτίσει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, ως διακρατικό πολιτικό μηχανισμό στην υπηρεσία των μονοπωλίων. Η υποκριτική «στοχοποίηση» του χρηματοπιστωτικού τομέα αφήνει στο απυρόβλητο τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τη σύμφυση βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου στο έδαφος των μεγάλων πανίσχυρων μετοχικών εταιρειών, των μονοπωλιακών ομίλων. Ωθεί σε ταξική συνεργασία με το βιομηχανικό κεφάλαιο, συγκαλύπτοντας τον ουσιαστικό ρόλο των τραπεζών για τη στήριξη της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο δανεισμός χρηματικού κεφαλαίου από τις τράπεζες αποτελεί βασικό όρο για τη λειτουργία της βιομηχανικής παραγωγής στον καπιταλισμό. Η διαπάλη τμημάτων του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου για την ιδιοποίηση και τη διανομή της απλήρωτης κλεμμένης εργασίας των εργαζομένων, της υπεραξίας, δεν μπορεί να αποτελεί υπόθεση του εργατικού κινήματος.
Τα όποια μισθολογικά και φορολογικά μέτρα ανακούφισης προτείνει, ακόμα και αν επιτευχθούν προσωρινά, θα εξανεμισθούν όσο δεν αμφισβητείται ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, οι θυσίες στο βωμό της ανταγωνιστικότητας. Η πρόθεση στήριξης «υπό όρους» της σοσιαλδημοκρατίας του Ολάντ στο β' γύρο αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα του πραγματικού προσανατολισμού του «Μετώπου της Αριστεράς».
Οσο δεν αλλάζει ο συσχετισμός ανάμεσα στα μονοπώλια και στο λαό είτε στη Γαλλία είτε στην Ελλάδα η αντιλαϊκή επίθεση θα κλιμακώνεται, όποιος και αν είναι ο συνδυασμός των πολιτικών υπηρετών που θα βρίσκονται στο τιμόνι της διακυβέρνησης, κεντροαριστερός ή κεντροδεξιός.
Το όραμα για την Ευρώπη των λαών προϋποθέτει ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας σε κάθε κράτος της Ευρώπης ξεχωριστά. Η οικονομική ανισομετρία και η ανισομετρία στο επίπεδο πολιτικής σταθερότητας της εξουσίας του κεφαλαίου από χώρα σε χώρα είναι οι θεμελιακοί παράγοντες που δίνουν προτεραιότητα στο εθνικό επίπεδο της ταξικής πάλης, σε συνδυασμό με το διεθνή συντονισμό του εργατικού κινήματος.

Ο στόχος για την αποδέσμευση από την ΕΕ ενταγμένος σε γραμμή ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων, πρέπει να αποτελέσει στόχο πάλης όλων των κρατών μελών της ΕΕ και όχι μόνο των αδύναμων κρίκων της.
Η άρχουσα τάξη, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται αλλά αξιοποιεί τους σοσιαλδημοκράτες υπηρέτες της και οπορτουνιστικά εξαπτέρυγά τους για να αποκοιμίζει το λαό με την απατηλή ελπίδα της φιλολαϊκής στροφής. Η πλούσια αρνητική πείρα των προηγούμενων κυβερνήσεων της κεντροαριστεράς στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Δανία είναι εξαιρετικά διδακτική.
Αυτό που πραγματικά τρέμει η αστική τάξη είναι το οργανωμένο εργατικό κίνημα που σηκώνει τη σημαία της «Αποδέσμευσης από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου