Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΕΠΑΧΘΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΞΗ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Εάν θα επιχειρούσαμε να ερμηνεύσουμε με στρατιωτικούς όρους την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα την εποχή των μνημονίων , θα καταλήγαμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα βιώνει ένα διαρκές ταπεινωτικό Βισύ(1) όπου τους όρους της επαχθούς συνθηκολόγησης δεν τους επιβάλουν πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατηγοί του υποτιθέμενου στρατού των νικητών, που θα ήταν μοιραίο μεν αλλά αναπόφευκτο, αλλά στην ουσία ένας ιδιότυπος οικονομικός στρατός, από θεσμικούς δανειστές, τοκογλύφους και παίκτες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος με εμπροσθοφυλακή την Τρόικα.

του ΓΙΑΝΝΗ ΤΑΦΥΛΛΗ
 

Οι όροι που επιβάλει η συνθηκολόγηση, είναι ιδιαίτερα επαχθείς και αντίστοιχοι στρατιωτικής ήττας μεγάλης κλίμακας: στη χώρα εφαρμόζεται ειδική (κατοχική) συνταγή, που καταστρέφει με γοργούς ρυθμούς τον παραγωγικό της ιστό, εκτινάσσει την ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη, ισοπεδώνει τα εργασιακά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος, επιβάλει μισθούς πείνας , εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα στους δανειστές , εκποιεί δημόσιο πλούτο και φέρνει τη χώρα με γοργούς ρυθμούς αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της ανθρωπιστικής κρίσης.
Την ευθύνη για τη δεινή θέση που βρέθηκε η χώρα... 



Τη χρονική στιγμή που εκδηλώνεται η κρίση τη φέρουν αποκλειστικά τα δύο κόμματα που εναλλάχτηκαν στην εξουσία μετά την μεταπολίτευση. Όσο αφορά τους αδιέξοδους και ατελέσφορους χειρισμούς, που βάθαιναν την κρίση και οδηγούν τη χώρα στο χάος, σημαντικό μέρος της ευθύνης επιμερίζεται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στα δύο μικρότερα κόμματα που έσπευσαν να στοιχηθούν στο πολιτικό σχήμα που οριοθετήθηκε ως “Κόμμα του Μνημονίου” και υπό τις δύο εκδοχές (Παπαδήμου και Σαμαρά).
 

Το Κόμμα του Μνημονίου λοιπόν, που είχε τη ευθύνη χειρισμού της κρίσης την ώρα που δέχεται οικονομική επίθεση η χώρα, σύρεται αιφνίδια στο απευκταίο και στο αδιανόητο αφήνοντας άναυδη ολόκληρη την κοινωνία: συνθηκολογεί χωρίς καν να εμπλακεί στον πόλεμο, αποδέχεται την ήττα χωρίς να δώσει μάχη και υποχωρεί χωρίς να συγκρουστεί. Δεν επιδιώκει συμμαχίες και αδρανοποιεί σημαντικά αμυντικά όπλα, και μάλιστα μεγάλου βεληνεκούς, που διέθετε στο οπλοστάσιό της. Στο εσωτερικό μέτωπο, αντί να ενώσει τις δυνάμεις της κοινωνίας απέναντι στους δανειστές και να διαπραγματευτεί, εξαπολύει ολομέτωπη επίθεση στην κοινωνία για να εξασθενίσει τις αντιστάσεις της.
Αυτού του τύπου η συναίνεση σε μια πορεία συνολικής απαξίωσης και παρακμής της χώρας , από το τμήμα του πολιτικού συστήματος που εκπροσωπείται από το Κόμμα του Μνημονίου , εμφανίζεται και προπαγανδίζεται από τη μιντιακή του εμπροσθοφυλακή ως μονόδρομος και μάλιστα για τη σωτηρία της χώρας , ενώ η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας απενοχοποιείται και εμφανίζεται ως ένα είδος καινούργιου εθνικού συμφέροντος.

Αναφορικά με τα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας η διαμάχη δεν είναι καινούργια στα πολιτικά πράγματα της χώρας, μάλιστα έχει ακριβώς την ίδια ηλικία με το σύγχρονο ελληνικό κράτος. To καινούργιο είναι ότι η Πολιτική σε περίοδο ειρήνης και δημοκρατικής ομαλότητας συναίνεσε στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, έξω και πέρα από τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα. Η εμβάθυνση στο ζήτημα της αντισυνταγματικότητας δεν είναι στους σκοπούς του παρόντος κειμένου, άλλωστε με το θέμα ασχολήθηκαν διεξοδικά έγκριτοι συνταγματολόγοι και το έχουν εξαντλήσει.

Αυτό που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια , και το οποίο δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής, είναι ο ισχυρός κλονισμός που έχει προκαλέσει η συναίνεση αυτή στη σχέση Πολιτικής και Άμυνας, όπως αυτή έχει παγιωθεί ιστορικά και ισχύει στις σύγχρονες δημοκρατίες.

 

O στρατός, για μια πολύ μακρά περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, από το τέλος του τριακονταετούς πολέμου (1618-1648) και την ειρήνη των Βεστφαλιών έως και σήμερα, δεν δρα αυτόνομα αλλά η δράση του υπάγεται στον αυστηρό έλεγχο της πολιτικής, η οποία και την κατευθύνει για την επίτευξη συγκεκριμμένων πολιτικών στόχων. Ο τριακονταετής πόλεμος είναι η τελευταία ιστορικά περίοδος στρατιωτικής βίας που ξέφυγε από την πολιτική καθοδήγηση και στόχευση , με καταστροφικές συνέπειες για τους λαούς και τις κοινωνίες της Κεντρικής Ευρώπης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και στις μιλιταριστικές κοινωνίες, όπως ήταν η Πρωσσία, με ισχυρή διείσδυση και επιρροή του στρατού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, ο στρατός δεν συμμετείχε πραγματικά στη διαμόρφωση των πολιτικών στόχων για τους οποίους υπεύθυνος ήταν ο Βασιλιάς. Αντίθετα ήταν όργανο στα χέρια του θρόνου για την ανάπτυξη της χώρας και για την ενίσχυση της πολιτικής της επιρροής στην ευρύτερη περιοχή.

Μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους η εμπειρική γνώση για το αναγκαίο ιστορικά πλαίσιο συνύπαρξης πολιτικής και στρατού συστηματοποιείται από τον Πρώσσο στρατηγό Καρλ Φόν Κλαούζεβιτς και ανάγεται σε επίπεδο στρατηγικής. Το έργο του “Περί Πολέμου”, που πραγματεύεται τα ανάλογα ζητήματα, αποτέλεσε και αποτελεί διαχρονικό πλαίσιο αναφοράς ανεξάρτητα από την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία.

 

Ο Κλαούζεβιτς ανέδειξε με σαφήνεια τη σχέση ανάμεσα στους στρατηγικούς πολιτικούς στόχους και στα στρατιωτικά μέσα, υπογραμμίζοντας ότι η στρατιωτική δράση θα πρέπει να καθοδηγείται πάντα από πολιτικές απαιτήσεις, και θα πρέπει να είναι πάντα υπόλογη αναφορικά με την επίτευξη των τελικών πολιτικών στόχων αλλά και στην πολιτική εξουσία.
Στη χώρα μας, η σχέση Πολιτικής και Άμυνας επανήλθε σε ισσοροπία μετά τη μεταπολίτευση. Η περίοδος αυτή, που θα αποτελέσει και τη χρονική αφετηρία στο υπό εξέταση θέμα μας, είναι καθοριστικής σημασίας για τους εξής λόγους : αποτελεί τη μακροβιότερη περίοδο αδιάκοπης δημοκρατίας και πολιτικής ομαλότητας στη χώρα μας και επιπλέον σ' αυτή ανάγονται όλες οι αξιόλογες απόπειρες για τη συγκρότηση ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) .

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα και με αφετηρία το Σύνταγμα του ‘75, αποκαθίσταται σταδιακά και εδραιώνεται το νομικό , οργανωτικό αλλά και το διαδικαστικό πλαίσιο για τον πολιτικό έλεγχο των Ε.Δ. , παρά τις σοβαρές ανεπάρκειες και αγγυλώσεις ιδιαίτερα από την πλευρά της Πολιτικής που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε.

 

Παράλληλα, στα πλαίσια του επαναπροσδιορισμού και της αποκατάστασης της αναγκαίας σχέσης Πολιτικής και Άμυνας σε συνθήκες δημοκρατίας , κατανέμονται οι ευθύνες αλλά και οι αρμοδιότητες των δύο πλευρών:
Η Πολιτική : διακηρύσσει τον βασικό πολιτικό στόχο που είναι “η προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας”, τον συναρτά με την εκτίμηση της απειλής, αναλύοντας και τους επιμέρους πολιτικούς στόχους (ή αντικειμενικούς σκοπούς), και αναθέτει την επίτευξη του στρατιωτικού του σκέλους στην Άμυνα. Στη συνέχεια, (οφείλει να) : (1) παρέχει στη Άμυνα όλα τα αναγκαία μέσα , (3)μεριμνά για τη βιωσιμότητά της σε βάθος χρόνου και επίσης (4) μεριμνά ώστε η δράση της σε όλα τα πεδία της πολιτικής να δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την Άμυνα.

Η Άμυνα : αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαρκή και ουσιαστική αντιστοίχιση της αποτελεσματικότητας του αμυντικού μηχανισμού στο σύνολό του με τον διακηρυγμένο στόχο της πολιτικής, παίρνοντας διαρκώς υπόψη το πως εξελίσσεται η απειλή στην πορεία του χρόνου.

 

Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, η διαδικασία αντιστοίχισης Άμυνας και Πολιτικής, δηλαδή η διαδικασία ανασυγκρότησης και διατήρησης αξιόμαχων Ε.Δ. σε επίπεδο που να εγγυάται την επίτευξη του διακηρυγμένου βασικού πολιτικού στόχου, κόστισε υπέρμετρες θυσίες στον ελληνικό λαό. Δεν είναι του παρόντος κειμένου να εξετάσουμε αν όλες οι δαπάνες για την Άμυνα συνέβαλαν στο αξιόμαχο των Ε.Δ. και σε ποιό βαθμό. Αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε στο σημείο αυτό είναι το εξής: η διακήρυξη ενός πολιτικού στόχου ίσως είναι το ευκολότερο στη σχέση που εξετάζουμε. Το δυσκολότερο είναι η συγκρότηση και διατήρηση Ε.Δ. ικανών να τον επιτύχουν αλλά και να τον υποστηρίξουν σε βάθος χρόνου. Και αυτόν το στόχο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι χώρα τον κατέκτησε σε σημαντικό βαθμό.
Χάρη στις υπέρμετρες θυσίες του ελληνικού λαού και παρά τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της Πολιτικής με τα εξοπλιστικά, την καταλήστευση πόρων και τις συνεχείς παρεμβάσεις στην καθημερινή λειτουργία της Άμυνας, η χώρα διαθέτει σήμερα ισχυρές Ε.Δ και από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη. Και είναι βέβαιο ότι εάν και πάλι η Πολιτική δεν είχε οχυρωθεί πίσω από αναχρονιστικές πτυχές του θεσμικού πλαισίου που διέπει την καθημερινή λειτουργία της Άμυνας – η διατήρηση των στεγανών επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό στο πολιτικό σύστημα να χρησιμοποιήσει την Άμυνα για την αναπαραγωγή του και για να επιδοθεί σε χρυσοφόρα παιχνίδια με τους εξοπλισμούς- θα είχε πετύχει αξιόλογες επιδόσεις και στα ζητήματα της δημοκρατίας.

 

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, και μέχρι την έναρξη της κρίση, η σχέση Πολιτικής και Άμυνας εξελίσσεται ομαλά χωρίς να αναφύονται ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα. Από τη στιγμή που η Πολιτική διέθετε τα αναγκαία μέσα, το κύριο βάρος της προσοχής ήταν φυσιολογικό να στρέφεται προς την κατεύθυνση της Άμυνας. Είναι επιβεβλημένο η τελευταία να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο και επιπλέον να αξιολογείται διαρκώς και να είναι υπόλογη στην πολιτική ηγεσία αλλά και στην κοινωνία για το βαθμό επίτευξης του πολιτικού στόχου που έχει τεθεί. Αυτό που δεν είναι συνηθισμένο, είναι να αξιολογείται η Πολιτική αναφορικά με το βαθμό προσήλωσης στον διακηρυγμένο πολιτικό στόχο, γιατί για ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας , είναι παγιωμένο ο στόχος αυτός να εκλαμβάνεται ως σταθερός, αδιαπραγμάτευτος και αταλάνευτος και πάντα προς το συμφέρον της χώρας.
Η εξέλιξη της κρίσης μας δίδαξε δυστυχώς ότι τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται παγιωμένο και αδιαπραγμάτευτο. Η Πολιτική συναίνεσε σε μιά βίαιη πορεία αποδόμησης και υποχώρησης της χώρας αλλά και στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Η κοινωνία βιώνει ήδη με δραματικό τρόπο τις συνέπειες από το πρώτο και αξιοποιώντας διδάγματα της ιστορίας διαβλέπει ζοφερό το αύριο της χώρας εξαιτίας και του δεύτερου.

Ποιές είναι όμως οι πρακτικές συνέπειες που επαπειλούνται για το θεσμό της Άμυνας όταν η Πολιτική αναθεωρεί , υποχωρεί ή το χειρότερο απεμπολεί διακηρυγμένους πολιτικούς στόχους στα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας; Η απάντηση είναι ευθεία και χωρίς περιστροφές: διαταράσσεται η αντιστοίχιση πολιτικών στόχων και διαθέσιμων στρατιωτικών μέσων για την επίτευξή τους, οπότε μοιραία θα πρέπει να υποχωρήσει κατά το αντίστοιχο ποσοστό και η Άμυνα και να αναζητήσει αντιστοίχιση με την Πολιτική στο καινούργιο (κατώτερο) σημείο ισσοροπίας.

 

Δεν προβλέπεται στη Δημοκρατία τρόπος που να επιτρέπει “ανάδραση” από την πλευρά της Άμυνας ώστε να αποφευχθεί αυτή η υποχώρηση, και είναι επιβεβλημένο να μην προβλέπεται, γιατί όπως προαναφέρθηκε η Άμυνα, ως λειτουργία, είναι και θα πρέπει να παραμένει πλήρως υποταγμένη στην Πολιτική.
Όσο αφορά το ερώτημα για το πώς θα υλοποιηθεί αυτή η υποχώρηση, είναι προφανές ότι δεν υπόκειται σε κάποιο είδος αυτοματισμού αλλά θα προκύψει ως αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής. Με απλά λόγια, οι ίδιοι παράγοντες που “κόντυναν” την Πολιτική (ιδεολογικοί, εξαρτήσεις, συμφέροντα και δουλείες), οι ίδιοι ακριβώς μέσω της Πολιτικής θα επιχειρήσουν να “κοντύνουν” και την Άμυνα. Αυτό δεν αποτελεί απλή υπόθεση: ήδη βάλλεται ο βασικότερος πυλώνας της, το προσωπικό, που οδηγείται σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και ούτε είναι τυχαία η αθλιότητα για δήθεν “πραξικόπημα που ματαιώθηκε”, που εκτός των άλλων ευδιάκριτων στοχεύσεων, επιχείρησε να πλήξει και το κύρος των Ε.Δ.

Μέχρι στιγμής εξετάσαμε τις επαπειλούμενες “πρωτογενείς” επιπτώσεις στην Άμυνα ως αντανάκλαση της υπαναχώρησης της Πολιτικής σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και μόνο. Δεν έχουμε εξετάσει ακόμα τις “δευτερογενείς” επιπτώσεις εξαιτίας της ραγδαίας επιδείνωσης της οικονομίας , και της χώρας γενικότερα σε όλα τα επίπεδα, οι οποίες είναι βιαιότερες και απειλούν αλλαγές μόνιμου χαρακτήρα.

 

Από τη αρχή της κρίσης η οικονομία της χώρας καταγράφει σημαντικές απώλειες και δεν είναι κρατικό μυστικό ότι στην Άμυνα σήμερα έχει επιβληθεί πρόγραμμα δραστικών περικοπών. Θα μπορέσει να τις απορροφήσει χωρίς να θιγεί το αξιόμαχο; H απάντηση είναι: μέχρις ενός σημείου και για συγκεκριμμένο χρονικό διάστημα. Και στους τρείς κλάδους καταβάλλεται υπέρμετρη προσπάθεια να μεγιστοποιηθεί το αποτέλεσμα από τους διατιθέμενους πόρους με αναδιάταξη προτεραιοτήτων και μια σειρά από επιπρόσθετα έκτακτα μέτρα, τα οποία δεν μπορούν να αποτελέσουν τη ρουτίνα λειτουργίας του στρατεύματος σε βάθος χρόνου.
Εάν παραταθεί η οικονομική δυσπραγία και το χειρότερο εάν επιταθεί, η Άμυνα θα αναγκαστεί να περιορίσει υποδομές οπότε και πάλι θα διαταραχθεί η σχέση Πολιτικής και Άμυνας, αυτή τη φορά από την πλευρά της Άμυνας. Τη διατάραξη αυτή είναι υποχρεωμένη και πάλι η Πολιτική να την επαναφέρει σε ισορροπία. Σε πρακτικό επίπεδο είναι υποχρεωμένη να υπαναχωρήσει και να αποσύρει επιμέρους πολιτικούς στόχους που η Άμυνα δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει. Δεν μπορεί να αγνοήσει την απαίτηση αντιστοίχισης στόχων και στρατιωτικών μέσων που προαναφέραμε , γιατί μ' αυτό τον τρόπο θα άφηνε πίσω της μία ιδιαίτερα “εκρηκτική” εκκρεμότητα: θα ήταν σαν να επέβαλε στην Άμυνα να αναλάβει την ευθύνη για τη επίτευξη στόχων χωρίς να της παρέχει τα αναγκαία μέσα.

 

Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα , ότι θα μπορούσαν να επιταχυνθούν αλλαγές οργανωτικού χαρακτήρα που θα περιόριζαν το λειτουργικό κόστος της Άμυνας σε μόνιμη βάση χωρίς να επηρεαστεί το αξιόμαχο. Το επιχείρημα αυτό είναι καθόλα βάσιμο με την προϋπόθεση ότι τις σχετικές πρωτοβουλίες θα τις ενθάρρυνε και θα τις ενέκρινε η Πολιτική. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ανάλογη προοπτική, δηλαδή η προοπτική να “αυτοαναιρεθεί” η Πολιτική σε πελατειακού τύπου πρακτικές και επιλογές της- όπως είναι για παράδειγμα η διατήρηση πλήθους στρατοπέδων σε όλη την επικράτεια χωρίς ουσιαστικό επιχειρησιακό ρόλο- που κληρονόμησαν χρόνια προβλήματα στην Άμυνα.
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι ακόμα και αν δρομολογηθεί η αναδιοργάνωση των Ε.Δ , που είναι επιβεβλημένο να δρομολογηθεί άμεσα, τα όποια οφέλη θα υπερκεραστούν πολύ σύντομα εάν δεν σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην οικονομία.

 

Το κόμμα του Μνημονίου από την αρχή της κρίσης απέκρυψε την πραγματικότητα και το χειρότερο προσπάθησε να αποκοιμίσει την κοινωνία αναφορικά με τους ορατούς και μη κινδύνους που διαγράφονται για τη χώρα και το λαό της από την άτακτη υποχώρηση σε όλα τα επίπεδα. Εμφάνισε τη δημοσιονομική σταθερότητα (τη μάχη των αριθμών δηλαδή) και τη επιστροφή στις αγορές ως την καινούργια Μεγάλη Ιδέα για τη χώρα αποκρύπτοντας το σπουδαιότερο: ότι στη μάχη για τη ευημερία των αριθμών θα πεθάνουν οι άνθρωποι και ότι στην πορεία της άτακτης υποχώρησης η χώρα μπορεί να λοξοδρομήσει σε μονοπάτια και ατραπούς, από τα οποία δεν υπάρχει εύκολη επιστροφή.
 


(1) Έδρα της φιλογερμανικής κυβέρνησης της Γαλλίας μετά την ήττα της από τη Γερμανία το 1940 και τους ταπεινωτικούς όρους συνθηκολόγσης που ακολούθησαν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου