Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ "ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ" ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ Μύθοι και πραγματικότητα - Η Συμφωνία του Λονδίνου στις 27/2/1953 «περί εξωτερικών γερμανικών χρεών» έχει κυρωθεί με το νόμο 3480 από την Ελληνική Βουλή στις 30/12//1955 (Εφημερίς της Κυβερνήσεως Τεύχος πρώτον αρ. φύλ. 6 σελ. 331)... 

Αποτελεί μια συμφωνία ρύθμισης κρατικών χρεών μεταξύ καπιταλιστικών κυβερνήσεων που χωρίς να είναι αρκετά γνωστή, χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα για τη διεκδίκηση της διαγραφής (από μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως η ATTAC κ.ά.) του χρέους των υπερχρεωμένων αναπτυσσόμενων χωρών του Τρίτου Κόσμου από τις δεκαετίες ακόμα του 1980 - '90. 

Στις μέρες μας με την καπιταλιστική κρίση να βρίσκεται σε εξέλιξη, οι σοσιαλδημοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρουν το γερμανικό παράδειγμα ως μια φιλολαϊκή ρύθμιση του χρέους του ελληνικού κράτους με τους διεθνείς συμμάχους δανειστές τους. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας από την επίσκεψή του στο Ευρωκοινοβούλιο στις 27/9/2012 τόνισε την ανάγκη... 



Για γενναία μείωση του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε στο γερμανικό παράδειγμα. Η άποψή του, όπως ήταν αναμενόμενο, υιοθετήθηκε και προβλήθηκε από τη διεθνή οργάνωση ATTAC που δραστηριοποιείται με συνέδρια, εκδηλώσεις και άλλες πρωτοβουλίες, κάνοντας προτάσεις για την εύρυθμη λειτουργία του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, όπως ρύθμιση χρεών Τρίτου Κόσμου, υιοθέτηση του φόρου Τόμπιν, φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών κ.ά. που δέχεται και προβάλλει το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε κοινές εκδηλώσεις μαζί της. 

Ο Ερίκ Τουσέν, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, πρόεδρος της επιτροπής για την κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της ATTAC Γαλλίας, σε άρθρο του, την 1/10/2012 μεταξύ των άλλων αναφέρει: «Αλλά να μην έχουμε αυταπάτες. Οι λόγοι που ώθησαν τις δυτικές δυνάμεις να μεταχειριστούν τη Δυτική Γερμανία όπως το έκαναν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ισχύουν στην περίπτωση της Ελλάδας. Για να δούμε μια πραγματική λύση στο δράμα του χρέους και της λιτότητας θα χρειαστούν ακόμη ισχυρές κοινωνικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση όπως και η ανάληψη της εξουσίας από μια κυβέρνηση του λαού στην Αθήνα».(TVX steam tvxs.gr/mode/108371 12/oct.2012. 

Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα της ATTAC όπως και με το παράδειγμα της Αργεντινής, έχει στόχο να διαβεβαιώσει και με αυτόν τον τρόπο το κεφάλαιο ότι κινείται εντός των τειχών του καπιταλισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκοντας να αποτελέσει τον κορμό της αριστερής ή πατριωτικής κυβέρνησης διαβεβαιώνει τους καπιταλιστές ότι όχι μόνο θα αναγνωρίσει τα χρέη της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της, αλλά και θα αναλάβει να τα διαπραγματευτεί ως κυβέρνησή τους στο όνομα του λαού, με επιδίωξη την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας μέσα από τη διαμόρφωση νέων συμμαχιών εντός της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας. 

Επιδιώκει το αίτημα της αστικής τάξης ή τμήματός της για «κούρεμα» του χρέους του ελληνικού κράτους να γίνει αίτημα της εργατικής τάξης και του λαού, χρέος για το οποίο δεν έχουν καμία ευθύνη τα λαϊκά στρώματα που βιώνουν την εκμετάλλευση τόσο στην ανάπτυξη όσο και στην κρίση του καπιταλισμού. Γιατί, όπως γράφει ο Κ. Μαρξ για το Δημόσιο Χρέος: «Το δημόσιο χρέος δηλ. το ξεπούλημα του κράτους -αδιάφορο είναι αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος- βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους... Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δεν δίνουν τίποτα γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα... το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρείες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, με δυο λόγια το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία»(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 779, «Σύγχρονη Εποχή», 2002). 

Εχει, όμως, σημασία για να μην υπάρχουν αυταπάτες, όπως επισημαίνει και ο Ερίκ Τουσέν, να δούμε ποιοι ήταν τελικά οι λόγοι που ώθησαν τις «δυτικές δυνάμεις» να μεταχειριστούν τη Δυτική Γερμανία όπως το έκαναν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που βέβαια δεν ήταν η ύπαρξη κυβερνήσεων τύπου ΣΥΡΙΖΑ. 

Η δημιουργία της καπιταλιστικής Γερμανίας (ΟΔΓ) 
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πολέμου έχει βρει τη Γερμανία του Γ΄ Ράιχ ηττημένη και χωρισμένη με βάση τη Συνθήκη του Πότσδαμ (17 Ιούλη - 2 Αυγούστου) 1945 σε 4 ζώνες κατοχής αντίστοιχα από τα κράτη της αντιχιτλερικής συμμαχίας, Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Σοβιετική Ενωση. Ανάλογο είναι και το καθεστώς στην πρωτεύουσα Βερολίνο, που, ενώ βρισκόταν εντός της σοβιετικής ζώνης χωρίστηκε σε 4 αντίστοιχους τομείς. 

Στο κείμενο της Συνθήκης, μεταξύ των άλλων, προβλέπονταν τα εξής: «Σχετικά με το μηχανισμό ελέγχου της Γερμανίας, η ανώτατη εξουσία στη Γερμανία ασκείται από τους ανώτερους διοικητές των ενόπλων δυνάμεων της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ, του Ενωμένου Βασιλείου και της Γαλλικής Δημοκρατίας, από τον καθένα στη δική του ζώνη...και από κοινού σε ζητήματα που αφορούν ολόκληρη τη Γερμανία, σαν μελών του Συμβουλίου Ελέγχου» (Τεχεράνη, Γιάλτα, Πότσδαμ. Ντοκουμέντα «Σύγχρονη Εποχή» 1976, σελ. 419). «Στην περίοδο της κατοχής, η Γερμανία πρέπει να θεωρείται σαν ενιαίο οικονομικό σύνολο» (ό.π. σελ. 422). «Στην κατάρτιση του οικονομικού σχεδίου της Γερμανίας πρέπει να παραχωρηθούν τα απαραίτητα μέσα για τις εισαγωγές, οι οποίες θα εγκριθούν από το Συμβούλιο Ελέγχου στη Γερμανία» (ό.π. σελ. 424). 

Στη μεταπολεμική αντιπαράθεση καπιταλισμού - σοσιαλισμού από τις καπιταλιστικές χώρες προωθήθηκε μελετημένα και σταδιακά η ανατροπή της πολιτικής γραμμής που χαράχτηκε στο Πότσδαμ, σχετικά με τη Γερμανία, με μονομερείς ενέργειες αγνοώντας τη Σοβιετική Ενωση και το Συμβούλιο Ελέγχου. 

Πιο συγκεκριμένα: Στις 2 Δεκέμβρη 1946 οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Αγγλίας υπέγραψαν διμερή συμφωνία για τη συγχώνευση των ζωνών κατοχής των χωρών τους. Την 1η Γενάρη 1947 σχηματίσθηκε το Οικονομικό Συμβούλιο της αγγλοαμερικανικής ζώνης. Στο Λονδίνο, το 1948 από το Φλεβάρη έως το Μάρτη σε σύσκεψη των ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας και από τον Απρίλη έως τον Ιούνη με τη συμμετοχή και των Βελγίου, Ολλανδίας, Λουξεμβούργου, αποφασίστηκε η συγχώνευση των τριών ζωνών κατοχής σε ενιαίο «Δυτικό Τμήμα», που πραγματοποιήθηκε την 1/8/1948. Από τις 20 Ιούνη προωθήθηκε η νομισματική μεταρρύθμιση (αλλαγή νομίσματος) που επεκτάθηκε και στο «Δυτικό» Βερολίνο, ενώ παράλληλα το «Δυτικό Τμήμα» εντάχθηκε στο Σχέδιο Μάρσαλ. 

Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου (1948), η κατοχική αρχή επεξεργάστηκε σχέδιο συντάγματος όπου, μετά και από την έγκριση των στρατιωτικών διοικητών ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας, στις 23 Μάη 1949 εξαγγέλθηκε ως σύνταγμα του Δυτικού Γερμανικού κράτους, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ). Το σύνταγμα χαρακτήριζε την ΟΔΓ ως μεταβατικό κράτος (άρθρο 23) όλων των Γερμανών και προέβλεπε την ενσωμάτωση και των υπόλοιπων τμημάτων της Γερμανίας που δεν περιλαμβάνονταν στο «Δυτικό Τμήμα». Με το άρθρο 146, αξιωνόταν και επίσημα η επέκταση της ΟΔΓ έως τα σύνορα του Γ΄ Ράιχ της 1ης Ιανουαρίου 1937. (Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6, σελ. 734). Τον Αύγουστο του 1949 έγιναν βουλευτικές εκλογές και στις 20 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό (καγκελάριο) τον Κόνραντ Αντενάουερ, ενώ παρέμενε ακόμα ως ανώτατη κρατική αρχή ο Συμμαχικός Αρμοστής. 

Το Σεπτέμβρη του 1950, στη Διάσκεψη της Νέας Υόρκης οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Γαλλία πρότειναν στην ΟΔΓ μια συνολική αναθεώρηση του κατοχικού καθεστώτος, υπό τον όρο ότι η ΟΔΓ να αναγνώριζε τα προπολεμικά χρέη του γερμανικού Ράιχ. Από αυτό το σημείο και σε μια πορεία διαβουλεύσεων για τα προπολεμικά χρέη που φθάνει έως τη Συμφωνία του Λονδίνου στις 27/2/1953 προωθείται η διεθνής αναγνώριση της ΟΔΓ: Στις 7/8/1950 γίνεται μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στις 18/4/1951 μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας Ανθρακα και Χάλυβα, στις 27/5/1952 μέλος της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας. Τον ίδιο χρόνο (1952) οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της ΟΔΓ υπόγραψαν στη Βόννη (πρωτεύουσα) τη «Γενική Συνθήκη» που ανακήρυξε την κυριαρχία της ΟΔΓ και τη διακοπή του κατοχικού καθεστώτος. 

Η ίδρυση της ΟΔΓ ήταν η κατάληξη της αποκατάστασης και εδραίωσης της εξουσίας των γερμανικών μονοπωλιακών ομίλων με τη βοήθεια των σύμμαχων καπιταλιστικών κρατών στο έδαφος της «Δυτικής Ζώνης» και της ενσωμάτωσής της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ολες οι προπολεμικές βιομηχανίες και τράπεζες του Γ΄ Ράιχ (Κρουπ Τίσσεν, AEG, Ζήμενς, Ντόιτσε Μπανκ, κ.ά.) γνώρισαν μέχρι το 1950 τεράστια ανάπτυξη. Στις 22 Νοέμβρη 1949, οι σύμμαχες χώρες παραιτήθηκαν και από τη διάλυση των πολεμικών βιομηχανιών που προβλέπονταν από τη συμφωνία του Πότσδαμ. Το Νοέμβρη του 1951 απαγορεύτηκε δικαστικά η λειτουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, ο δε κρατικός μηχανισμός, αφού διώχθηκαν οι «πολιτικά ύποπτοι», κατακλύσθηκε από τους πρώην ναζί αξιωματικούς, δικαστές και υπαλλήλους του Γ΄ Ράιχ. Στρατηγική της γερμανικής αστικής τάξης και των συμμάχων της ήταν η αναθεώρηση των αποτελεσμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με βάση το σύνταγμα της ΟΔΓ που προαναφέρθηκε, με την ανάληψη από μέρους της ΟΔΓ της ευθύνης των χρεών του Ράιχ αμφισβητούν την κρατική οντότητα της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ) στη σοβιετική ζώνη, ενώ επιδίδονταν σε δολιοφθορές οικονομικής υπονόμευσης. (Δοκίμιο Ιστορίας ΚΚΕ Β΄ Τόμος 1949 - 1968 σελ. 579 - 584). Αυτό ήταν το κοινό έδαφος που πάνω του, παρά τις αντιρρήσεις που προέβαλε η γερμανική κυβέρνηση για το ύψος και τον τρόπο διακανονισμού των χρεών της προς τους Συμμάχους, η συμφωνία είχε αίσιο τέλος. 

Η Συμφωνία του 1953 
Η γερμανική κυβέρνηση, όταν, από τον Σεπτέμβρη του 1950, μπήκε από τους συμμάχους το ζήτημα των προπολεμικών δανείων, δε δίστασε καθόλου να τα αποδεχτεί. Μη αποδοχή τους σήμαινε ασυνέχεια του νέου γερμανικού κράτους με το προπολεμικό Ράιχ, πράγμα που θα ήταν αντίθετο με τις πολιτικές και διπλωματικές επιδιώξεις τις δικές της και των συμμάχων της. Το πρόβλημα της αποδοχής της κληρονομιάς των χρεών του Ράιχ για τη γερμανική κυβέρνηση ήταν ως πού θα έφθανε το ύψος τους και ο τρόπος αποπληρωμής τους και αυτό το διαπραγματεύτηκε. 

Η αποδοχή των προπολεμικών χρεών, πέρα από τα δάνεια και τις πιστώσεις, ξανάνοιγε τα ζητήματα των πολεμικών αποζημιώσεων που προβλέπονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολεμικές αποζημιώσεις για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις οποίες οι Σύμμαχοι έβαλαν στο ψυγείο: «Αρθρον 5: Απαιτήσεις αποκλειόμενες της παρούσας Συμφωνίας: 

1. Η εξέτασις των κυβερνητικών απαιτήσεων απέναντι της Γερμανίας αίτινες πηγάζουν εκ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αναβάλλεται μέχρι οριστικού γενικού διακανονισμού του ζητήματος τούτου. 
2. Η εξέτασις των απαιτήσεων αίτινες πηγάζουν εκ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ... θέλει αναβληθεί μέχρι του οριστικού διακανονισμού του προβλήματος των επανορθώσεων» (Εφημερίς Ελληνικής Κυβερνήσεως, σελ. 385). Αυτή ήταν η μεγαλύτερη οικονομική διευκόλυνση από μεριάς των συμμάχων. Δηλαδή, η ρύθμιση ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις και οι αποζημιώσεις κατοχής χωρών παρέμεναν παγωμένες για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε η ΓΛΔ, αφού σχετικό άρθρο αναφέρει: «Αρθρον 25: Αναθεώρησις της Συμφωνίας κατά την επανενοποίησιν της Γερμανίας» (ό.π. σελ. 397). 

Τελικά στις 6 Μαρτίου 1951, ο Αντενάουερ με επιστολή του στον Υπατο Αρμοστή αναφέρει ότι η ΟΔΓ αποδέχεται ότι ευθύνεται διά τα προπολεμικά εξωτερικά χρέη του Γερμανικού Ράιχ: «Απαντών εις την υμετέραν επιστολήν τις 23 Οκτωβρίου 1950.... Η Ομόσπονδος Δημοκρατία επιβεβαιοί διά της παρούσης ότι ευθύνεται διά τα προπολεμικά εξωτερικά χρέη του Γερμανικού Reich..... εκφράζει την επιθυμίαν αυτής όπως επαναλάβη τας καταβολάς» (ό.π. σελ. 434). Η απάντηση της Υπατης Συμμαχικής Αρμοστείας με ίδια ημερομηνία προς τον καγκελάριο αναγνωρίζει ότι με την ανταλλαγή των επιστολών «έκλεισε συμφωνία» για τις «υποχρεώσεις της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως αίτινες αναφέρονται εις την ευθύνην της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας ως προς τα εξωτερικά προπολεμικά χρέη του γερμανικού Reich και το χρέος όπερ πηγάζει εκ της οικονομικής βοηθείας ήτις εδόθη εις την Γερμανίαν υπό των τριών κυβερνήσεων από 8ης Μαΐου 1945» (ό.π. σελ. 434 - 435). 

Σε διάσκεψη που διήρκεσε από 28 Φλεβάρη μέχρι 8 Αυγούστου στο Λονδίνο, το 1952, οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Αγγλίας και ΗΠΑ αποδέχονται τις μειώσεις των μεταπολεμικών χρεών που διαπραγματεύεται η ΟΔΓ για να αναγνωρίσει τα προπολεμικά χρέη του Ράιχ. «Είχον δώσει εις την κυβέρνησην της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας διαβεβαιώσεις ως προς τας ελαττώσεις και τους όρους διακανονισμού ους θα ήταν πρόθυμοι να δεχθούν ως προς τας μεταπολεμικάς αυτών απαιτήσεις εκ της οικονομικής βοηθείας ην παρέσχον αύται εις την Γερμανίαν υπό τον όρον όπως πραγματοποιηθεί ικανοποιητικός τις και δίκαιος διακανονισμός των προπολεμικών χρεών» (ό.π. σελ. 436). Με κανονισμένα όλα τα θέματα στην παραπάνω πολύμηνη διάσκεψη του 1952 υπεγράφη η τελική συμφωνία στις 27 Φλεβάρη του 1953 μεταξύ των κυβερνήσεων των ΗΠΑ, Βελγίου, Καναδά, Κεϋλάνης, Δανίας, Ισπανίας, Γαλλίας, Αγγλίας, Ελλάδας, Ιράν, Ιρλανδίας, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργου, Νορβηγίας, Πακιστάν, Σουηδίας, Ελβετίας, Νότιας Αφρικής και Γιουγκοσλαβίας, από τη μια μεριά, και ΟΔΓ, από την άλλη. «Επιθυμούσαι να συμβάλλουσι ούτω εις την ανάπτυξιν ευημερούσας κοινότητας Εθνών» (ό.π. σελ. 384). Και από τις χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία, όπου μαζί με τις 19 καπιταλιστικές χώρες είναι και η Γιουγκοσλαβία (που έχει έρθει σε ρήξη με τις σοσιαλιστικές χώρες), είναι φανερή η πολιτική διάσταση μιας νέας ευρύτερης διεθνούς καπιταλιστικής αναγνώρισης της ΟΔΓ ως συνέχεια της προπολεμικής Γερμανίας που έμμεσα αλλά σαφέστατα προκύπτει με τη συγκεκριμένη συνθήκη. Και βέβαια επακολούθησαν και άλλες διεθνείς αναγνωρίσεις. Το 1955 π.χ. γίνεται μέλος - παρατηρητής στον ΟΗΕ όταν η ΓΔΛ γίνεται το 1973 κ.ά. 

Εχει γραφτεί ότι τόσο τα γερμανικά προπολεμικά δάνεια όσο και τα μεταπολεμικά «κουρεύτηκαν» σε ποσοστό πάνω από 50% και το ετήσιο ποσό που έπρεπε να καταβάλει από το 1953 η ΟΔΓ έως το 1980 ήταν σχετικά ασήμαντο, περίπου το μισό δισεκατομμύριο γερμανικά μάρκα, δηλ. το 4% των εξαγωγών της για το ίδιο έτος. (ΤΑ ΝΕΑ/Le monde/21/9/2012/TOY WES HULMANN ZURICH). Δηλαδή, αποτελούσε ένα ελάχιστο ποσοστό της παραγωγικής δυνατότητας της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας που αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς και λόγω της στήριξής της από τους καπιταλιστές συμμάχους της, ενώ η «αποστρατιωτικοποίησή» της σε εκείνη την περίοδο λειτούργησε επίσης ευνοϊκά για την παραγωγική της ανάπτυξη, πολύ πριν γίνουν οι σχετικές ρυθμίσεις των χρεών της. 

Συμπέρασμα 
Η Συμφωνία του Λονδίνου αποτελεί μια ιμπεριαλιστική συμφωνία που αποτυπώνει το συσχετισμό μεταξύ καπιταλιστικών κρατών στη συγκεκριμένη εποχή του «ψυχρού πολέμου», τις αντιθέσεις τους αλλά κυρίως τη συμφωνία τους όπως η ΟΔΓ αναλάβει το ρόλο αιχμής του δόρατος στο αντίπαλο δέος - το σοσιαλισμό. 
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη και με τη στήριξη των αμερικανικών κεφαλαίων η καπιταλιστική ανασυγκρότηση που έδωσε ώθηση ιδιαίτερα στην ΟΔΓ. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τις καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων στις καπιταλιστικές οικονομίες, λειτούργησε ως μια μεγάλη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, αποκατέστησε τις ανισορροπίες από τη δεκαετία του '30 και έστρωσε το έδαφος για την αναζωογόνηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος, σελ. 37). Στην ΟΔΓ στο τέλος του 1949 το ακαθάριστο προϊόν της βιομηχανίας είχε φθάσει στα επίπεδα του 1936 και το 1950 βρίσκεται στο προπολεμικό επίπεδο. 
Από το 1952, οι εξαγωγές της ξεπερνούν κατά πολύ τις εισαγωγές της. (Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6. σελ. 735 - 736). Το «οικονομικό θαύμα» της καπιταλιστικής ΟΔΓ είχε ήδη γίνει πολύ πριν τις ρυθμίσεις του γερμανικού χρέους. Το όποιο «κούρεμά του» ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό της βαρβαρότητας του καπιταλισμού μπροστά στη διεθνή καταστροφή κεφαλαίου από τον πόλεμο. 

Είναι κάλπικο, λοιπόν, το Συριζαίικο επιχείρημα ότι η Συμφωνία του Λονδίνου είναι η αιτία που δημιούργησε το γερμανικό «οικονομικό θαύμα». Εξίσου κάλπικο είναι και το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ελληνική κυβέρνηση δε διεκδίκησε. Διεκδίκησε όπως κάθε καπιταλιστική κυβέρνηση για λογαριασμό των δικών της κεφαλαιοκρατών. Διεκδίκησε, μεταξύ των άλλων, και τις αποζημιώσεις 11 εφοπλιστών (Μαυρογορδάτου, Ανδρεάδη, Γουλανδρή κ.ά.) «κατόχων αποφάσεων του εν Παρισίοις Μικτού Ελληνογερμανικού Δικαστηρίου», όπως προκύπτει από υπόμνημά τους (Αρχείον Ελευθερίου Βενιζέλου). Στις 17 Μαρτίου 1930 ζήτησαν να τις πληρωθούν από το Ελληνικό Δημόσιο: «Να μας ενισχύσει παντοιοτρόπως και να μας πληρώσει το ποσό των αποφάσεών μας εις το ακέραιον ως δικαιούμεθα και άνευ ει δυνατόν φορολογίας». Στο κείμενο της Συμφωνίας του Λονδίνου αναφέρεται: «11. Απαιτήσεις πηγάζουσαι εξ αποφάσεων του Μικτού Ελληνογερμανικού Δικαστηρίου ... θέλουσιν ακολουθήσει ευρύτερες συζητήσεις ων το αποτέλεσμα εάν εγκριθή θέλει καλυφθεί από της Διακυβερνητικής Συμφωνίας» (Εφημερίς Ελληνικής Κυβερνήσεως, ό.π. 399). 

Τόσο οι πόλεμοι όσο και η κρίση έχουν αναδείξει καθαρά τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Τα όποια «κουρέματα» χρεών μέσα από τις ιμπεριαλιστικές διακρατικές συμφωνίες που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως ανάλογα προτείνει και το ΔΝΤ), τις συνέπειες των οποίων θα φορτώσουν στο λαό, δε θα αντιμετωπίσουν την αιτία της κρίσης. Θα οξύνουν τον ανταγωνισμό κρατών και μονοπωλίων, για να ξανακερδηθούν «τα κουρεμένα» και με αναδιατάξεις στις συμμαχίες τους. Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στη στήριξη κυβερνητικού σχήματος που έτσι και αλλιώς δεν μπορεί ή και συνειδητά δεν επιδιώκει να συγκρουσθεί με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Καμία αναμονή «αριστερής» ή «πατριωτικής» κυβέρνησης, καμιά αυταπάτη παρά μόνο πάλη από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πάλη που κατευθύνεται στην ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Κάθε άλλη λύση για την υπεράσπιση των σχεδίων του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου, της κερδοφορίας του ενός ή του άλλου μονοπωλιακού ομίλου, είναι αγώνας του λαού κάτω από ξένη σημαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου